διαλαλώ — διαλαλώ, διαλάλησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαλαλώ — (AM διαλαλῶ, έω) μσν. νεοελλ. 1. διακηρύσσω, κοινοποιώ μεγαλόφωνα 2. διαδίδω, διατυμπανίζω, διασαλπίζω 3. (για εμπόρευμα κ.λπ.) διαφημίζω κατά τρόπο επίμονο 4. διαδίδω μυστικό, κοινολογώ μυστικό 5. εκποιώ σε δημοπρασία 6. εκθέτω, διαπομπεύω… … Dictionary of Greek
διατυμπανίζω — διαλαλώ με θόρυβο σαν με τυμπανοκρουσία … Dictionary of Greek
αδιαλάλητος — η, ο [διαλαλώ] 1. αυτός που δεν διαλαλήθηκε, που δεν κοινολογήθηκε, ο αγνωστοποίητος 2. ασυκοφάντητος, ακατηγόρητος … Dictionary of Greek
αποκηρύσσω — (AM ἀποκηρύσσω, Α κ. ττω) 1. απαρνούμαι, αποδοκιμάζω δημόσια 2. αρνούμαι την πατρότητα τέκνου, αποκληρώνω 3. εκκλ. αποκόπτω κάποιον από τη χριστιανική κοινότητα, τον αφορίζω νεοελλ. απαρνούμαι όσα δεχόμουν προηγουμένως αρχ. 1. γνωστοποιώ δημόσια… … Dictionary of Greek
βούκινο — Χάλκινο πνευστό όργανο, με οξύ ήχο, το οποίο χρησιμοποιούσαν στη ρωμαϊκή εποχή. Στους βυζαντινούς χρόνους ονομαζόταν βυκάνη, και βουκινάτορες ή βουκινάριοι οι σαλπιγκτές. Το β. ήταν πολύ διαδεδομένο στη Γαλλία και κατά την εποχή της Γαλλικής… … Dictionary of Greek
γέγωνα — (Α) 1. μιλώ ή φωνάζω δυνατά 2. αποτείνομαι σε κάποιον με δυνατή φωνή 3. ομιλώ ευδιάκριτα, καθαρά 4. ψάλλω, υμνώ 5. διαλαλώ, διακηρύσσω, δηλώνω αρχ. μσν. φρ. «γεγωνυίᾳ τῇ φωνῇ» με δυνατή φωνή, όχι χαμηλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος παρακμ. με σημ.… … Dictionary of Greek
γεβεντίζω — και γιβεντίζω (Μ γεβεντίζω) 1. διαπομπεύω 2. προσβάλλω 3. διαλαλώ, διακηρύσσω 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) η γεβεντισμένη γυναίκα που έχει διαπομπευθεί ως ανήθικη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. γαλλ.) gibet «σταυρός, κρεμάλα, αγχόνη», όπου κρεμούσαν τους… … Dictionary of Greek
γεγωνίσκω — (Α) 1. φωνάζω δυνατά, κραυγάζω 2. διακηρύσσω, διαλαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός σε ίσκω τού γέγωνα] … Dictionary of Greek
δευτεροδιαλαλώ — για δεύτερη φορά διαλαλώ, διακηρύττω … Dictionary of Greek